- ειρμός
- ο (AM εἱρμός)λογική σύνδεση νοημάτων, λογική σειρά τού λόγουμσν.- νεοελλ.το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις εννέα ωδές τού κανόνος ο οποίος ψάλλεται στην ακολουθία τού όρθρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἱρμός — train masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρμός — ο 1. σύνδεση, πλοκή, λογική σειρά νοημάτων: Τα λόγια του δεν έχουν ειρμό. 2. (εκκλησ.), το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις εννέα ωδές που αποτελούν τον κανόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἱρμοί — εἱρμός train masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρμοῦ — εἱρμός train masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρμούς — εἱρμός train masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρμῶν — εἱρμός train masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρμῷ — εἱρμός train masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱρμόν — εἱρμός train masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HIRMOLOGIUM — liber Eccl. apud Graecos, Εἱρμολόγιον dictus quod εἱρμοὺς contineat omnes Octoechi herilium et Deiparae sollennitatum ac totius anni. Est autem iis Hirmus seu Εἱρμὸς hymnus seu troparium, a quo reliquorum tropariorum, quae in ea Ode canerentur,… … Hofmann J. Lexicon universale
ирмос — первый стих церк. гимна, который устанавливает связь со след. тропарями , русск. цслав. ирмосъ (Мин. 1905 г.). Из греч. εἱρμός – то же, букв. связь ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 69 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера